- στενογραφία
- ητρόπος γρήγορης γραφής: Πήγε σε σχολή γραμματέων για να μάθει γραφομηχανή και στενογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στενογραφία — Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
στενογράφος — ο, η, Ν αυτός που γνωρίζει στενογραφία και, ιδίως, αυτός που ασκεί τη στενογραφία ως επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
ταχυγραφία — η, Ν 1. το να γράφει κανείς γρήγορα 2. (σπάν.) στενογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Πιπς, Σάμουελ — (Pepys, Λονδίνο 1633 – Κλάφαμ, Λονδίνο 1703). Άγγλος συγγραφέας. Από μικροαστική οικογένεια, είχε την τύχη να σπουδάσει στο Κέμπριτζ και να έχει συγγενή του έναν ευγενή με πολλά μέσα, το λόρδο Μόνταγκιου, η προστασία του οποίου εξασφάλισε στον Π … Dictionary of Greek
Χάρτσενμπις, Xουάν - Eουχιένιο — (Hartzenbusch, 1806 – 1880). Ισπανός δραματικός ποιητής και συγγραφέας. Ήταν γιος Γερμανού λεπτουργού στη Μαδρίτη. Αρχικά δούλεψε στο εργαστήριο του πατέρα του, τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, ενώ ταυτόχρονα ασχολείτο με σοβαρές μελέτες … Dictionary of Greek
στενογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στενογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυγραφία — η 1. το να γράφει κανείς γρήγορα. 2. στενογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)